Ημιπολύτιμοι λίθοι
Κοράλι
Το Αγγλικό όνομα coral προέρχεται από την Ελληνική λέξη κοράλι.
Χρώμα: κόκκινο (σαν το αίμα του ταύρου, mono), ροζ κοράλι momo από την Ταϊβάν-ροζ σολομού), σπάνια άσπρο, ανοικτό μπλε, μαύρο, ανοικτό ροζ («κηλιδωτό κοράλι» από ένα βάθος 200 μ. ή 650 πόδια), αργυρόχρουν «κοράλι αγγέλου» μεγάλης αξίας)
Διαφάνεια: αδιαφανές
Λάμψη: αμβλεία έως υαλώδης
Θραυσμός: σε ράβδους, δαντελωτός
Σχισμός: δεν υπάρχει
Σκληρότης: 3,5 - 4
Γραμμή κόνεως: άσπρη
Ειδικό βάρος: 2,6-2,7 (τα μαύρα 1,34-1,36)
Δείκτης διαθλάσεως: Ν-1,486-1,658
Διπλοθλαστικότης: 0,160-0,172
Διασπορά: ουδεμία
Πλεοχροϊσμός: ουδείς
Φωταύγεια: ανοικτό μωβ έως σκούρο μωβ
Χημεία: ασβεστίτης με ίχνη CaSO3, NajSO^, K2SO3, MgCI2,1
Ειδικά χαρακτηριστικά: ουδέν
Αναβάθμιση: Στεγανοποίηση, θέρμανση, χρώση
Ιστορία: Το κοράλι έχει βρεθεί σε αρχαιολογικούς χώρους χρονολογούμενους 10000 π.Χ και ήταν πολύ δημοφιλές στην αρχαία Αίγυπτο και γνωστό στις φυλές των Κελτών.Το ίδιο το όνομα μπορεί να είναι Κελτικής προελεύσεως.
Αστρολογία: Σκορπιός
Ενεργειακό κέντρο: βάση
Θεραπευτικές ιδιότητες: Ακονίζει την σκέψη. Χρησιμοποιείτο για την θεραπεία του ουροποιητικού συστήματος και των ματιών. Αποφορτίζεται σε κρύο νερό και επαναφορτίζεται γρήγορα στο φως του ήλιου.
Πηγή: Τα θαλάσσια πολύποδα που σχηματίζουν αποικίες σε βάθος 3200 μ. (10500 πόδια). Το κοράλι αποτελεί τον εξωτερικό σκελετό πολυπόδων και αποτελείται κυρίως από ασβεστίτη.
Εμφανίσεις: Σήμερα είναι γνωστά περίπου 6000 είδη κοραλιών. Μερικές φορές σχηματίζουν εκτεταμένους υφάλους (όπως είναι ο μεγάλος κοραλιογενής ύφαλος της Αυστραλίας που έχει μήκος πάνω από 2300 χιλιόμετρα ή 1400 μίλλια). Κοράλια υπάρχουν σε θερμές και καθαρές θάλασσες σε όλο τον κόσμο. Ιστορικά το κοράλι είναι γνωστό από την περιοχή της Μεσογείου (Τυνησία, Αλγερία, Ιταλία, Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία), όπου το κόκκινο και πορτοκαλοκόκκινο κοράλι είναι το πλέον σύνηθες. Απαντάται επίσης στον Βισκάικό κόλπο (Γαλλία και Ισπανία). Άσπρο κοράλι είναι γνωστό από την θάλασσα της Ιαπωνίας, ενώ ανοικτό κόκκινο (κόκκινο του σολομού) απαντάται στην Ταϊβάν. Pot κοράλι είναι γνωστό από την νήσο Midway στον Ειρηνικό ωκεανό και μαύρο κοράλι από την Χαβάη. Η παγκοσμίως γνωστή ποικιλία μαύρου κοραλιού ‘Ακαμπαρ (μέχρι 3 μ. μήκος και 25 εκ. διάμετρο) απαντάται στην Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό στην γειτονία των νήσων Sokotra και Mauritius. Υπάρχει επίσης έξω από τις ακτές της Κίνας και της Κούβας. Μπλε κοράλι (ακόζι), ίσως η σπανιώτερη ποικιλία, έχει βρεθεί στον Ατλαντικό ωκεανό πλησίον των ακτών του Καμερούν και στην ατόλλη Funafiti στον Ειρηνικό ωκεανό. Κιτρινοκαφέ κοράλι υπάρχει στις Αλεουτίους νήσους στην γειτονία της Αλάσκας στον Βόρειο Ειρηνικό ωκεανό. Επεξεργασία: καμποσόν, σε σφαιρικά σχήματα, χάνδρες, γλυπτική, μικρά διακοσμητικά αντικείμενα. Επίσης χρησιμοποιείται στη φυσική του κατάσταση.
Όμοια ορυκτά: ουδέν
Απομιμήσεις: πορσελάνη, κελλουλοϊτης ή κυτταρινοειδές (celluloid), πλαστικό, γυαλί, πρόσφατα δε έχει χρησιμοποιηθεί πεπιεσμένο κοράλι (από ράβδους κοραλιών).
Χημεία: σκληρότης
Φροντίδα: Το κοράλι πρέπει να προστατεύεται από απόξεση, ζέστη, ιδρώτα και καλλυντικά που αλλοιώνουν το χρώμα του και κάνουν το κοράλι να φαίνεται σαν παλιό. Το χρώμα μπορεί να επανακτηθεί εάν τοποθετηθεί το κοράλι σε υπεροξείδιο του υδρογόνου για λίγο χρόνο.
Καθαρισμός γίνεται μόνο με σαπούνι και νερό, ενώ δεν πρέπει να γίνεται καθαρισμός με χρήση υπέρηχου ή ατμού.
Λαζουρίτης (Λάπις λαζούλι)
Το όνομα του προέρχεται από την Περσική λέξη lazhuward “μπλε του ουρανού”.
Χρώμα: σκούρο μπλε, μπλε-πράσινο, ανοικτό μπλε. Συχνά με παρενεσπαρμένο σιδηροπυρίτη
Διαφάνεια: αδιαφανής, σπάνια ημιδιαφανής
Λάμψη: αμβλεία
Θραυσμος: ανομοιόμορφος
Σχισμός: ασαφής
Σκληρότης: 5-6. εύθραυστο
Γραμμή κόνεως: σε ανοικτό μπλε
Ειδικό βάρος: 2,38-2,45 (για ορυκτό), 2,7-2,9 (για το πέτρωμα που αποτελείται ως επί το πλείστον από λαζουρίτη)
Δείκτης διαθλάσεως: Ν-1,500-1,522
Διπλοθλαστικότης: ουδεμία
Διασπορά: ουδεμία
Πλεοχροϊσμός: ουδείς
Φωταύγεια: μερικές φορές πορτοκαλοκόκκινη σε ανοικτό ροζ, άσπρη
Χημεία: το χρώμα οφείλεται σε εγκλείσματα
Ειδικά χαρακτηριστικά: συχνά εγκλείει παρενεσπαρμένο σιδηροπυρίτη
Αναβάθμιση: στεγανοποίηση, συχνά συνδυαζόμενη με χρώση.
Ιστορία: Ο λαζουρίτης, συχνά αναφερόμενος ως λαπις λαζούλι, είναι γνωστός για περισσότερο από 7000 χρόνια. Μικρά διακοσμητικά αντικείμενα από λαζουρίτη βρέθηκαν στις πυραμίδες της Αιγύπτου. Χρησιμοποιήθηκε από τους Βαβυλώνιους και αποτελούσε σύμβολο ισχύος στην αρχαία Κίνα. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατασκεύαζαν αγαλματίδια, φυλακτά, κύπελλα και σφραγίδες από Λαζουρίτη. Μέχρι την δημιουργία του με συνθετικό τρόπο το 1828, κατασκευάζετο χρωστική ουσία με ζωηρό μπλε χρώμα από μείγμα κονιοποιημένου λαζουρίτη μαζί με κερί και λάδι.
Αστρολογία: Παρθένος Ενεργειακό κέντρο μέτωπο
Θεραπευτικές ιδιότητες: Θεραπεύει τους πο¬νοκεφάλους, χαμηλώνει την πίεση του αίματος και την θερμοκρασία, ανακουφίζει από τους πόνους κατά την έμμηνο περίοδο. ‘Οταν θερμανθεί χρησιμοποιείται για την θεραπεία της φλόγωσης και του πρηξίματος. Αποφορτίζεται σε απεσταγμένο νερό και επαναφορτίζεται γρήγορα στο φως του ήλιου. Φιλοξενούντα πετρώματα: μεταμορφωμένα πετρώματα εξ επαφής.
Εμφανίσεις: Τα σπουδαιότερα και αρχαιότερα κοιτάσματα εξόρυξης λαζουρίτη βρίσκονται στο Αφγανιστάν. Ο λαζουρίτης εξορύσσεται από την Γυαλισμένη τομή λαζουρίτη με σιδηροπυρίτη.
Όμοια ορυκτά: σοδάλιθος, νοσεάνης, λαζουλιτης.
Απομιμήσεις: Ελβετικός” ή “Γερμανικός λαζουλίτης” (τεχνητά χρωματισμένος ίασπις), συνθετικός σπινέλιος, συνθετικός λαζουρίτης Gilson. Χημεία: σκληρότης, ειδικό βάρος, οπτικαί μέθοδοι.
Φροντίδα: Ο λαζουρίτης πρέπει να προστατεύεται από απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας, από απόξεση και από τα οξέα. Καθαρίζεται μόνο με σαπούνι και νερό. Δεν επιτρέπεται καθαρισμός με υπέρηχο ή ατμό.
Μαλαχίτης
Το όνομα του προέρχεται από την Ελληνική λέξη μολόχα για το πράσινο χρώμα του.
Ιστορία: Στην αρχαία Αίγυπτο, Ελλάδα και Ρώμη, κατασκευάζοντο καμέος, φυλακτά και διακοσμητικά αντικείμενα από μαλαχίτη. Κονιοποιημένος μαλαχίτης χρησιμοποιείτο ως καλλυντικό και χρωστικό (για μακιγιάζ). Πιστευετο ότι προστατεύει τα παιδιά από μαγεία και τις μάγισσες, τα βοηθάει να αναπτυχθούν και καταπραΰνει τους πόνους τους.
Χρώμα: πράσινο, σκούρο πράσινο, μαυροπράσινο, ανοικτό πράσινο, σπάνια μπλε-πράσινο έως σμαραγδοπράσινο, συχνά με ζωνώδη διάταξη των χρωμάτων
Διαφάνεια: αδιαφανής, σπάνια ημιδιαφανής
Λάμψη: υαλώδης, μεταξώδης, αμβλεία, αδαμάντινη (κρύσταλλοι)
Θραυσμός: κογχοειδής, υπό μορφή ράβδων
Σχισμός: τέλειος
Σκληροτης: 3,5-4,5, εύθραυστο
Γραμμή κόνεως: σε ανοικτό πράσινο
Ειδικό βάρος: 4,5
Δείκτης διαθλάσεως: Νρ-1,655, Νιη-1,875, Ν9-1,909
Διπλοθλαστικότης: 0,254
Διασπορά: ουδεμία
Πλεοχροϊσμός: ευδιάκριτος, άχρωμος, κιτρινοπράσινος, σκούρο πράσινο
Φωταύγεια: ουδεμία
Χημεία: το χρώμα οφείλεται σε χαλκό (Ου)
Ειδικά χαρακτηριστικά: δεν υπάρχουν Αναβάθμιση: Στεγανοποίηση με παραφίνη ή εποξικό υλικό.
Αστρολογία: Ταύρος Ενεργειακό κέντρο: καρδιά
Θεραπευτικές ιδιότητες: Ενισχύει την όραση. Χρησιμοποιείτο για την θεραπεία ασθενειών του παγκρέατος, της σπληνός, του στομάχου (ειδικά του κολικού) καθώς επίσης και για την θεραπεία συναισθηματικών προβλημάτων, κατά της αϋπνίας και των πονοκεφάλων. Αποφορτίζεται σε χλιαρό νερό και επαναφορτίζεται γρήγορα στο φως του ήλιου.
Φιλοξενούντα πετρώματα: Ζώνες οξειδώσεως κοιτασμάτων χαλκού
Εμφανίσεις: Εκτεταμένα κοιτάσματα μαλαχίτη έχουν βρεθεί στην Κίνα, Ινδία, Αυστραλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες (Αριζόνα, Νεβάδα, Κολοράντο, Γιούτα).
Ημιπολύτιμοι μαλαχίτες είναι γνωστοί από την Χιλή, το Μεξικό και την Κούβα. Εξαιρετικός μαλαχίτης όμοιος με τον μαλαχίτη της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (Ζαΐρ), υπάρχει στη Νικαράγουα. Τα σπουδαιότερα κοιτάσματα με την καλύτερη ποιότητα μαλαχίτη στον κόσμο εξορύσσονται εδώ και αρκετά χρόνια στην Ζώνη Χαλκού της Αφρικής δηλαδή από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό (Ζαΐρ) μέχρι την Ζάμπια, ενώ όμορφοι κρύσταλλοι μαλαχίτη προέρχονται από το Μαρόκκο, την Ζιμπάμπουε και την Αγκόλα. Πολύ σπουδαία κοιτάσματα μαλαχίτη εξορύσσονται από το 1709 στην Ρωσία ενώ άλλα κοιτάσματα υπάρχουν στην γειτονία στα Ουράλια όρη, όπου η ζώνη με τον μαλαχίτη φθάνει σε βάθος 130 μ., ενώ οι μονόλιθοι μαλαχίτη με διαστάσεις 8?1 μ. ζυγίζουν μερικούς τόννους. Όμορφος μαλαχίτης υπάρχει επίσης στο Καζακστάν. Λιγότερο σημαντικά κοιτάσματα υπάρχουν στην Γερμανία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία. Τα διακοσμητικά αντικείμενα από μαλαχίτη είναι πολύ δημοφιλή και υπάρχουν αρκετά σε συλλογές Μουσείων. Οι αίθουσες Georgievski στο Παλάτι Winter της Αγίας Πετρούπολης αποτελούν από τα καλύτερα παραδείγματα διακόσμησης με μαλαχίτη. Μεγάλη συλλογή κοσμημάτων με Ρωσικό μαλαχίτη εκτίθεται στις Βερσαλλίες.
Επεξεργασία: καμποσόν, επίπεδη κοπή γλυπτική, διακοσμητικές πλάκες, κοπή με έδρες(σπάνια)
Όμοια ορυκτά: ψευδό μαλαχίτης Απομιμήσεις: γυαλί
Χημεία: σκληρότης, ειδικό βάρος
Φροντίδα: Ο μαλαχίτης πρέπει να προστατεύεται από απότομα κτυπήματα, απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας, από απόξεση και από τα οξέα. Καθαρίζεται μόνο με σαπούνι και νερό, ενώ δεν πρέπει να γίνεται καθαρισμός με υπέρηχο ή ατμό.
Μαργαριτάρι
Η Αγγλική ονομασία pearl προέρχεται από την Λατινική λέξη pernula, παραφθορά του pema - «θαλασσινό μύδι», από τις παλαιότερες πήγες παραγωγής του.
Χρώμα: άσπρο με διαφορετικές έγχρωμες αποχρώσεις (τα καλύτερα είναι τα ροζ μαργαριτάρια και τα μαργαριτάρια με ανοικτό μπλε χρώμα), ασημί, χρυσαφί (μαργαριτάρια του Παναμά), πράσινο, μαύρο, μερικές φορές με ιριδίζοντα χρώματα
Διαφάνεια: ημιδιαφανές, διαφανέςΛάμψη: μαργαριτώδης, αμβλεία
Θραυσμός: ανομοιόμορφος
Σχισμός: ουδείς
Σκληρότης: 2,5 -4,5
Γραμμή κόνεως: άσπρη
Ειδικό βάρος: 2,60 - 2,78 (μαργαριτάρια ελασματοβραγχίων), 2,85 (μαργαριτάρια οστράκων)
Δείκτης διαθλάσεως: Ν - 1,52 - 1,66 (μαύρα μαργαριτάρια - 1,53 - 1,69)
Διπλοθλαστικότης: 0,126
Διασπορά: ουδεμία
Πλεοχροίσμος: ουδείς
Φωταύγεια:σε ανοικτό μπλε, ανοικτοκίτρινη, σε ανοικτό ροζ
Χημεία: 82-86% αραγωνίτης (Ca CO3), 10-14 % κογχιολίνη (οργανική ουσία),2% νερό
Ειδικά χαρακτηριστικά: μαργαριτώδης λάμψη
Αναβάθμιση: Με χρώση, ακτινοβολία, θέρμανση
Ιστορία: Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτιμούσαν τα μαργαριτάρια τα οποία ήσαν γνωστά για περισσότερο από 6000 χρόνια Καλοδιατηρημένα μαργαριτάρια βρέθηκαν σε ανασκαφές στο Μεξικό (2500 π. Χ.) και. στα ερείπια της Πομπηίας (79 π. Χ.), παρόλο που οι επιφάνειες των μαργαριταριών ξεφλουδίζουν μετά από παρέλευση 100-150 ετών. Το μαργαριτάρι αποτελούσε σύμβολο δύναμης, σοφίας και ευτυχίας για τους Ρωμαίους και πιστεύετε ότι φέρνει γλυκά όνειρα στις γυναίκες. Το μαργαριτάρι, χρησιμοποιείτο ως φυλακτό από τους Ινδιάνους εναντίον πάσης φύσεως σκευωρίας, ενώ ως φυλακτό επίσης χρησιμοποιείτο από τους Μογγόλους για ενίσχυση του ανδρισμού.
Αστρολογία: Δίδυμοι
Ενεργειακό κέντρο: Λαιμός
Θεραπευτικές ιδιότητες: Χρησιμοποιείτο για θεραπεία παθήσεων της μύτης, του λαιμού και των πνευμόνων. Αποφορτίζεται σε κρύο νερό και επαναφορτίζεται γρήγορα στο φως του ήλιου.
Πηγή παραγωγή: Μαλάκια γλυκών και αλμυρών νερών, κυρίως στρείδια.
Εμφανίσεις: Μαργαριτοφόρα ελασματοβράγχια αλιεύονται σε θερμές τροπικές θάλασσες, αλλά τα περισσότερα μαργαριτάρια προέρχονται από καλλιεργείς μαργαριταριών. Φυσικά μαργαριτάρια προέρχονται από την Σρι Λάνκα, Νότια Ινδία (Κόλπος Manara), την θάλασσα της Αραβίας (Σαουδική Αραβία, Ιράν, Ομάν) και την Ερυθρά Θάλασσα (γνωστή εδώ και 2500 χρόνια για την παραγωγή μαργαριταριών). Μαργαριτάρια υπάρχουν επίσης στην Ταϊτή, Ιαπωνία, Μεξικό, Παναμά και Καλιφόρνια. Λιγότερο σημαντικά είναι τα μαργαριτάρια γλυκών νερών του ποταμού Μισισσιπή καθώς και ιστορικά τα μαργαριτάρια γλυκών νερών από την Γερμανία και την Δημοκρατία της Τσεχίας. Μαργαριτάρια είναι επίσης γνωστά από την Ρωσία (Σιβηρία). Πρόσφατα έχουν κάνει την εμφάνιση τους στην αγορά μαργαριτάρια γλυκών νερών από την Κίνα.
Επεξεργασία: χρησιμοποιείται στη φυσική του μορφή, τρυπημένα και. επεξεργασμένα.
Όμοια ορυκτά: ουδέν
Απομιμήσεις: γυαλί, μητέρα-του-μαργαριταριού (mother-of-pearl)
Χημεία: χημικές μέθοδοι, άλλες εξειδικευμένες τεχνικές, με ακτίνες-Χ.
Φροντίδα: Τα μαργαριτάρια πρέπει να προστατεύονται από την ζεστή ή τη φλόγα, από απόξεση, τα οξέα, τον ιδρώτα και τα καλλυντικά. Καθαρισμός γίνεται με σαπούνι και χλιαρό νερό. Δεν πρέπει να γίνεται καθαρισμός με χρήση υπέρηχου ή ατμού.